- πετροπόλεμος
- ο Ν1. παιδικό παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ομάδες, συνήθως, με το να σημαδεύουν με πέτρες τους αντιπάλους2. μτφ. αιφνίδιες επιθέσεις εναντίον αντιπάλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετροπόλεμος — ο παιδικό παιχνίδι με πετροβολήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
αλιθοβόλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε λιθοβολήθηκε: Όταν γινόταν πετροπόλεμος κανείς δεν έμενε αλιθοβόλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)